θερμαντικῆς

θερμαντικῆς
θερμαντικός
capable of heating
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αεραέριο ή αέριο Ζίμενς — Αέριο το οποίο ονομάζεται επίσης και φτωχό, εξαιτίας της χαμηλής θερμαντικής ικανότητάς του. Αποτελείται κυρίως από άζωτο, σε ποσοστό 65 70% και μονοξείδιο του άνθρακα (CO) κατά 25% περίπου. Τα υπόλοιπα συστατικά του είναι υδρογόνο, διοξείδιο του …   Dictionary of Greek

  • καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”